- στοίχους
- στοί̱χους , στοῖχοςrow in an ascending seriesmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στοιχώ — στοιχῶ, έω, ΝΑ [στοῑχος] (στη νεοελλ. συν. το μέσ. στοιχούμαι) στέκομαι κατά στοίχους σε ευθύγραμμη διάταξη κοντά ή πίσω από τον άλλο («οὐδ ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην, ὅτῳ ἄν στοιχήσω», Στοβ.) νεοελλ. 1. στοιχίζω, βάζω σε στοίχους 2. φρ.… … Dictionary of Greek
αγυιοπλαστέω — ἀγυιοπλαστέω (Α) οικοδομώ κατά μήκος τών οδών, σε σειρές, σε στοίχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγυια + πλάσσω] … Dictionary of Greek
αρίθμηση — Η παράσταση των φυσικών αριθμών (δηλαδή των θετικών ακεραίων) με ένα κατάλληλο σύστημα, το οποίο να χρειάζεται έναν περιορισμένο αριθμό συμβόλων. Συνεπώς το πρόβλημα της α. μπορεί να τεθεί ως εξής: «να παρασταθεί ένας οποιοσδήποτε φυσικός αριθμός … Dictionary of Greek
δίστοιχος — ο (AM δίστοιχος) [στοίχος] αυτός που αποτελείται από δύο στοίχους ή σειρές … Dictionary of Greek
διστοιχία — η (AM διστοιχία) [δίστοιχος] παράταξη σε δύο στοίχους, διπλή σειρά … Dictionary of Greek
διφαλαγγία — η (Α διφαλαγγία) νεοελλ. ναυτ. πορεία πλοίων σε δύο φάλαγγες αρχ. φάλαγγα που βαδίζει παραταγμένη σε διπλούς στοίχους … Dictionary of Greek
λαυροστάται — λαυροστάται, οἱ (Α) οι χορευτές τού αρχαίου δράματος τους οποίους τοποθετούσαν στον μεσαίο από τους τρεις στοίχους τού χορού, επειδή ήταν οι χειρότεροι, ώστε να είναι λιγότερο θεατοί από όσους παρακολουθούσαν το παιζόμενο δράμα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
νομαδόστοιχος — νομαδόστοιχος, ον (Α) αυτός που επιστρέφει από τη βοσκή κατά στοίχους, κατά σειρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομάς, άδος + στοῖχος (< στείχω), πρβλ. ισό στοιχος] … Dictionary of Greek
ορθόστοιχος — η, ο ταγμένος σε όρθιους στοίχους, τοποθετημένος σε ευθεία γραμμή. επίρρ... ορθοστοίχως σε ευθεία γραμμή, κατά ορθοστοιχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + στοίχος] … Dictionary of Greek
παράταξη — η / παράταξις, άξεως, ΝΜΑ [παρατάσσω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού παρατάσσω ή παρατάσσομαι, η τοποθέτηση τού ενός κοντά στον άλλο προκειμένου για περισσότερα από ένα άτομα, η τοποθέτηση στη σειρά, το αράδιασμα πραγμάτων νεοελλ. 1. η τάξη, η… … Dictionary of Greek